- γκινιόλ
- 1. ηθοποιός που υποδύεται τον ρόλο τού Γκινιόλ2. θέατρο στο οποίο εμφανίζεται αυτό το πρόσωπο.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. guignol, όνομα μεταξουργού από τη Λυόν, απ' όπου και η ονομασία τού κύριου προσώπου τών γαλλικών μαριονετών και συνεκδοχικά και το μικρό θέατρο < guigner «κάνω σήμα» (Guignol αρχικά θα σήμαινε εκείνον που έριχνε ματιές γύρο γύρο). Με την ονομασία Γκραν Γκινιόλ < γαλλ. Grand Guignol χαρακτηρίστηκαν μικρά έργα με σκηνές τρόμου που άρχισαν να παρουσιάζονται στη Μονμάρτη τής Γαλλίας έναν αιώνα περίπου αργότερα από τα έργα Γκινιόλ].
Dictionary of Greek. 2013.